Home > Όροι > Bengali (BN) > টমেটো

টমেটো

A fruit from the nightshade family (like the potato and eggplant). The U.S. government classified it as a vegetable for trade purposes in 1893. Tomatoes should not be refrigerated--the cold adversely affects the flavor and the flesh.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables
  • Category: Fruits
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Sus Biswas
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 14

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Animals Category: Insects

লেডিবাগ

ছোট গোলাকার উজ্বল রং-এর ওপর বিন্দু-র নকশা করা এক ধরনের গুবরে পোকা, এরা সাধারণত অ্যাফিডস্ জাতীয় নরম পতঙ্গ খায়৷

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Greek Landscape: Rivers and Lakes

Κατηγορία: Γεωγραφία   1 20 Όροι

Stupid Laws Around the World

Κατηγορία: Νομική   2 10 Όροι