Home > Όροι > Bosnian (BS) > pribor
pribor
An electrical or mechanical device that performs a secondary or minor function apart from overcurrent protection.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Electrical equipment
- Category: Circuit breakers
- Company: Schneider Electric
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
farooq92
0
Όροι
47
Γλωσσάρια
3
Οπαδοί
Famous and Most Dangerous Volcanos
Κατηγορία: Γεωγραφία 1 5 Όροι
Browers Terms By Category
- Cheese(628)
- Butter(185)
- Ice cream(118)
- Yoghurt(45)
- Milk(26)
- Cream products(11)
Dairy products(1013) Terms
- Υλικό φυσικών επιστημών(1710)
- Μεταλλουργία(891)
- Τεχνολογία διάβρωσης(646)
- Μαγνητική(82)
- Τεστ απόδοσης(1)
Επιστημονικό υλικό(3330) Terms
- Νέα(147)
- Radio & TV broadcasting equipment(126)
- TV equipment(9)
- Set top box(6)
- Radios & accessories(5)
- TV antenna(1)
Δελτίο Ειδήσεων &λήψη(296) Terms
- Yachting(31)
- Ship parts(4)
- Boat rentals(2)
- General sailing(1)