Home > Όροι > Bosnian (BS) > biogorivo
biogorivo
Fuel produced from biomass
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Biotechnology; Ενέργεια
- Category: Biofuel
- Company: Grist
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching
produkt učenja
Knačni rezultati procesa učenja; ono što je naučeno.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Printers(127)
- Fax machines(71)
- Copiers(48)
- Office supplies(22)
- Scanners(9)
- Projectors(3)
Office equipment(281) Terms
- SSL certificates(48)
- Wireless telecommunications(3)
Wireless technologies(51) Terms
- Electricity(962)
- Gas(53)
- Sewage(2)
Utilities(1017) Terms
- Ρολόι(712)
- Ημερολόγιο(26)