Home > Όροι > Bosnian (BS) > kancerogen

kancerogen

Something which causes cancer to occur by causing changes in a cell's DNA.

See also: mutagene.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Genome
  • Company: U.S. DOE
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

ivysa
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Biology Category: Marine biology

Danionella dracula

a new species of fish discovered in the Mekong River region in 2009. The Dracula fish is so named because it has two fangs at the front of its top ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Charlotte Bronte

Κατηγορία: Λογοτεχνία   2 3 Όροι

Tomb Raider

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 3 Όροι