Home > Όροι > Bosnian (BS) > krivično djelo
krivično djelo
(1) a violation of the criminal law, or, in some jurisdictions, (2) a minor crime, such as jaywalking, sometimes described as "ticketable. "
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Sociology
- Category: Criminology
- Company: Pearson Prentice Hall
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
absit.nomen
0
Όροι
5
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
Beehives and beekeeping equipment
Κατηγορία: Επιστήμη 2 20 Όροι
Browers Terms By Category
- Printers(127)
- Fax machines(71)
- Copiers(48)
- Office supplies(22)
- Scanners(9)
- Projectors(3)
Office equipment(281) Terms
- Παγκόσμια ιστορία(1480)
- Israeli history(1427)
- Ιστορία της Αμερικής(1149)
- Medieval(467)
- Nazi Germany(442)
- Egyptian history(242)
Ιστορία(6037) Terms
- Legal documentation(5)
- Technical publications(1)
- Marketing documentation(1)
Documentation(7) Terms
- Contracts(640)
- Home improvement(270)
- Mortgage(171)
- Residential(37)
- Corporate(35)
- Commercial(31)
Real estate(1184) Terms
- Prevention & protection(6450)
- Fire fighting(286)