Home > Όροι > Bosnian (BS) > krivično djelo
krivično djelo
(1) a violation of the criminal law, or, in some jurisdictions, (2) a minor crime, such as jaywalking, sometimes described as "ticketable. "
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Sociology
- Category: Criminology
- Company: Pearson Prentice Hall
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Biology Category: Marine biology
Danionella dracula
a new species of fish discovered in the Mekong River region in 2009. The Dracula fish is so named because it has two fangs at the front of its top ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
absit.nomen
0
Όροι
5
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
Beehives and beekeeping equipment
Κατηγορία: Επιστήμη 2 20 Όροι
Browers Terms By Category
- Bridge(5007)
- Plumbing(1082)
- Carpentry(559)
- Architecture(556)
- Flooring(503)
- Home remodeling(421)
Construction(10757) Terms
- Hats & caps(21)
- Scarves(8)
- Gloves & mittens(8)
- Hair accessories(6)
Fashion accessories(43) Terms
- Υλικό φυσικών επιστημών(1710)
- Μεταλλουργία(891)
- Τεχνολογία διάβρωσης(646)
- Μαγνητική(82)
- Τεστ απόδοσης(1)
Επιστημονικό υλικό(3330) Terms
- Gardening(1753)
- Outdoor decorations(23)
- Patio & lawn(6)
- Gardening devices(6)
- BBQ(1)
- Gardening supplies(1)
Κηπουρική(1790) Terms
- Hand tools(59)
- Garden tools(45)
- General tools(10)
- Construction tools(2)
- Paint brush(1)