Home > Όροι > Bosnian (BS) > proletarijat
proletarijat
In marxian theory, the working class.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Sociology
- Category: Criminology
- Company: Pearson Prentice Hall
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Personal care products Category: Makeup
rumenilo
Obično breskvasto ili ružičasto isticanje, koristi se za stvaranje prirodnih ružičastih obraza. Primijenjen pravilno, rumenilo može stvoriti osvježeni ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Karl Schaeffer
0
Όροι
9
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
Mathematical Terms in English, German and Indonesian
Κατηγορία: Εκπαίδευση 1 8 Όροι
Browers Terms By Category
- Festivals(20)
- Religious holidays(17)
- National holidays(9)
- Observances(6)
- Unofficial holidays(6)
- International holidays(5)
Holiday(68) Terms
- Γενική αστρολογία(655)
- Ζώδια(168)
- Προσωπικό ωροσκόπιο(27)
Αστρολογία(850) Terms
- Ceramics(605)
- Fine art(254)
- Sculpture(239)
- Σύγχρονη τέχνη(176)
- Oil painting(114)
- Beadwork(40)