Home > Όροι > Bosnian (BS) > kancerogen

kancerogen

Something which causes cancer to occur by causing changes in a cell's DNA.

See also: mutagene.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Genome
  • Company: U.S. DOE
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Vesna Kovacevic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 3

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές Category:

netbook računri

Vrsta prijenosnog računara koji je posebno dizajniran za bežične komunikacije i bežični pristup Internetu.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Super-Villains

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 9 Όροι

Facts About Black Holes

Κατηγορία: Επιστήμη   2 9 Όροι