Home > Όροι > Bosnian (BS) > hipoteza
hipoteza
1. An explanation that accounts for a set of facts and that can be tested by further investigation. . . , 2. Something that is taken to be true for the purpose of argument or investigation.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Sociology
- Category: Criminology
- Company: Pearson Prentice Hall
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category: Herbs & spices
sjeme celera
spice (whole or ground, sometimes mixed with salt - celery salt) Description: Seeds from wild Indian celery called lovage. Slightly bitter, strong ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Dictionaries(81869)
- Encyclopedias(14625)
- Αργκό(5701)
- Idioms(2187)
- General language(831)
- Linguistics(739)
Γλώσσα(108024) Terms
- General seafood(50)
- Shellfish(1)
Seafood(51) Terms
- Cables & wires(2)
- Fiber optic equipment(1)
Telecom equipment(3) Terms
- Γενική νομική(5868)
- Contracts(640)
- Ευρεσιτεχνίες & εμπορικά σήματα(449)
- Legal(214)
- US law(77)
- European law(75)
Νομική(7373) Terms
- Δορυφόροι(455)
- Διαστημόπλοια(332)
- Συστήματα ελέγχου(178)
- Space shuttle(72)