Home > Όροι > Galician (GL) > salmón

salmón

A meaty fish with firm, flavorful flesh. High in protein, the meat is an excellent source of Omega-3 fatty acids. It can often be found on our fresh fish menu, depending on season and availability.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Seafood
  • Category: General seafood
  • Company: Red Lobster
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

ana_gal
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 6

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category: Herbs & spices

bálsamo de limón

herb (fresh sprigs) Description: Mint-like leaves, also called balm. Sweet, lemon flavor with a citrus scent. Uses: Jams and jellies, salads, soups, ...

Edited by

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Useless Human Body Parts

Κατηγορία: Health   3 11 Όροι

Classifications of Cardiovascular Death

Κατηγορία: Health   1 2 Όροι

Browers Terms By Category