Home > Όροι > Croatian (HR) > Autorizacija

Autorizacija

The process of determining whether a user, device, or other entity is allowed to access a particular resource or a predetermined function (within a resource) via a specific access method. Based on definition found at http://www.csgnetwork.com/glossaryl.html

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές
  • Category: Workstations
  • Company: Sun
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

brankaaa
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 11

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τραπεζική Category:

bankomat

Kompjuterizirani telekomunikacijski uređaj koji omogućava klijentu financijske institucije pristup financijskim transakcijama u javnom prostoru bez ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Stupid Laws Around the World

Κατηγορία: Νομική   2 10 Όροι

Rare Fruit

Κατηγορία: Other   1 1 Όροι