Home > Όροι > Croatian (HR) > akcelerator

akcelerator

1. Tvar koja čini da do vuklanizacije gume dođe brže na nižim temperaturama. 2. Tvar koja čini križanje u polimeru bržim ili ga omogućava na nižoj temperaturi, npr. akceleratori se dodaju superljepilu kako bi se brže stislo.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Chemistry
  • Category: General chemistry
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

sandragaspar
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Events Category: Awards

Zlatni Globus

Recognition for excellence in film and television, presented by the Hollywood Foreign Press Association (HFPA). 68 ceremonies have been held since the ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Alternative Medicine

Κατηγορία: Other   2 19 Όροι

The Most Bizzare New Animals

Κατηγορία: Animals   3 14 Όροι