Home > Όροι > Croatian (HR) > aktivnost

aktivnost

A combination of discrete tasks that has a clearly defined beginning and end. A group of tasks that are carried out as part of a process.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές
  • Category: Workstations
  • Company: Sun
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Ivona Ivkovic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Αεροπορία Category: Διαστημόπλοια

svemirska letjelica

Svemirska letjelica s krilima, projektirana za djelomično višestruko korištenje, razvijena od strane NASA-e ( Zrakoplovna i svemirska administracija ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Stupid Laws Around the World

Κατηγορία: Νομική   2 10 Όροι

Rare Fruit

Κατηγορία: Other   1 1 Όροι