Home > Όροι > Croatian (HR) > aktivnost
aktivnost
A combination of discrete tasks that has a clearly defined beginning and end. A group of tasks that are carried out as part of a process.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές
- Category: Workstations
- Company: Sun
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Αεροπορία Category: Διαστημόπλοια
svemirska letjelica
Svemirska letjelica s krilima, projektirana za djelomično višestruko korištenje, razvijena od strane NASA-e ( Zrakoplovna i svemirska administracija ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Γενική νομική(5868)
- Courts(823)
- Ευρεσιτεχνίες & εμπορικά σήματα(449)
- DNA forensics(434)
- Family law(220)
- Legal aid (criminal)(82)
Legal services(8095) Terms
- Plastic injection molding(392)
- Industrial manufacturing(279)
- Paper production(220)
- Fiberglass(171)
- Contract manufacturing(108)
- Glass(45)
Manufacturing(1257) Terms
- Φυσικό αέριο(4949)
- Άνθρακας(2541)
- Πετρέλαιο(2335)
- Αποτελεσματικότητα ενέργειας(1411)
- Ατομική ενέργεια(565)
- Αγορά ενέργειας(526)
Ενέργεια(14403) Terms
- Βιομηχανική αυτοματοποίησης(1051)