Home > Όροι > Croatian (HR) > kruna

kruna

The upper portion of a diamond, located between the table and girdle (midsection).

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Jewelry
  • Category: Κοσμήματα
  • Company: Kay Jewelers
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marija Horvat
  • 0

    Όροι

  • 21

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Υγεία Category: Psychiatry

onihofag

Osoba koja stalno grize vlastite nokte (određeno, netko tko pati od onihofagije).

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The Trump Family

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 6 Όροι

Individual Retirement Account (IRA)

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 5 Όροι