Home > Όροι > Croatian (HR) > kruna
kruna
The upper portion of a diamond, located between the table and girdle (midsection).
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Jewelry
- Category: Κοσμήματα
- Company: Kay Jewelers
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Υγεία Category: Psychiatry
onihofag
Osoba koja stalno grize vlastite nokte (određeno, netko tko pati od onihofagije).
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Timmwilson
0
Όροι
22
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
Individual Retirement Account (IRA)
Κατηγορία: Εκπαίδευση 1 5 Όροι
Browers Terms By Category
- General furniture(461)
- Oriental rugs(322)
- Bedding(69)
- Curtains(52)
- Carpets(40)
- Chinese antique furniture(36)
Home furnishings(1084) Terms
- Authors(2488)
- Αθλητές(853)
- Politicians(816)
- Comedians(274)
- Personalities(267)
- Popes(204)
Ανθρωποι(6223) Terms
- Παγκόσμια ιστορία(1480)
- Israeli history(1427)
- Ιστορία της Αμερικής(1149)
- Medieval(467)
- Nazi Germany(442)
- Egyptian history(242)
Ιστορία(6037) Terms
- Δημοσιογραφία(537)
- Τύπος(79)
- Δημοσιογραφία έρευνας(44)