Home > Όροι > Croatian (HR) > skupina

skupina

Any number of people with similar norms, values, and expectations who interact with one another on a regular basis.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Sociology
  • Category: General sociology
  • Company: McGraw-Hill
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marija Horvat
  • 0

    Όροι

  • 21

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Υγεία Category: Psychiatry

onihofag

Osoba koja stalno grize vlastite nokte (određeno, netko tko pati od onihofagije).

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Best Writers

Κατηγορία: Λογοτεχνία   1 2 Όροι

WordPress

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 20 Όροι