Home > Όροι > Croatian (HR) > mutagenost

mutagenost

The capacity of a chemical or physical agent to cause permanent genetic alterations.

See also: somatic cell genetic mutation.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Genome
  • Company: U.S. DOE
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marija Horvat
  • 0

    Όροι

  • 21

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Snack foods Category: Sandwiches

sendviči

Sendviči se prave od jedne ili više kriški kruha s hranjivim punjenjem između njh. Sve vrste kruha, nadjeva, štruca kruha, peciva i žemlji čine dobar ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Self-Reliance

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 20 Όροι

Hypertension (HTN) or High Blood Pressure

Κατηγορία: Health   3 12 Όροι