Home > Όροι > Croatian (HR) > gnijezdo

gnijezdo

Sklonište ili nastamba koju prave životinje, osobito ona u kojoj se polažu jaja i podižu ptići. Ptice, miševi i mnogi kukci prave gnijezda.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Animals
  • Category: Birds
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marija Horvat
  • 0

    Όροι

  • 21

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Στρατιωτικά Category: Τρομοκρατία

Kambodžanski genocid

"Kambodžanski genocid" bio je niz zatvaranja, mučenja i masovnih ubojstava, grupnih i pojedinačnih, kojima se trenutno sudi na međunarodnom ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Venezuelan Chamber of Franchises

Κατηγορία: Business   1 5 Όροι

J.R.R. Tolkien

Κατηγορία: Λογοτεχνία   2 7 Όροι