Home > Όροι > Croatian (HR) > parenteralno doziranje

parenteralno doziranje

Način uvođenja tvari u organizam izbjegavajući probavni sustav (supkutano, intravenozno, intramuskularno, itd).

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marija Horvat
  • 0

    Όροι

  • 21

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Υγεία Category: Diseases

ćelavost

Medicinski poznata kao alopecija, ćelavost se osnosi na neimanje kose ili imanje malo kose na glavi. Postoje brojne vrste ćelavosti, ali najčešća je ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Famous products invented for the military

Κατηγορία: Objects   1 4 Όροι

Photography

Κατηγορία: Arts   1 1 Όροι