Home > Όροι > Croatian (HR) > infektivno
infektivno
Capable of spreading disease. Also known as communicable.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Υγεία; Pharmaceutical
- Category: Vaccines
- Company: U.S. CDC
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
mihaela1982
0
Όροι
1
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
French origin terms in English
Κατηγορία: Languages 1 2 Όροι
Browers Terms By Category
- Marketing communications(549)
- Online advertising(216)
- Billboard advertising(152)
- Television advertising(72)
- Radio advertising(57)
- New media advertising(40)
Advertising(1107) Terms
- Hats & caps(21)
- Scarves(8)
- Gloves & mittens(8)
- Hair accessories(6)
Fashion accessories(43) Terms
- Γενική νομική(5868)
- Courts(823)
- Ευρεσιτεχνίες & εμπορικά σήματα(449)
- DNA forensics(434)
- Family law(220)
- Legal aid (criminal)(82)
Legal services(8095) Terms
- Wedding gowns(129)
- Wedding cake(34)
- Grooms(34)
- Wedding florals(25)
- Royal wedding(21)
- Honeymoons(5)
Weddings(254) Terms
- Railroad(457)
- Train parts(12)
- Trains(2)