Home > Όροι > Croatian (HR) > infektivno

infektivno

Capable of spreading disease. Also known as communicable.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

lea2012
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ποτά Category: Coffee

Nescafé®

Instant kava u prahu dostupna u različitim okusima jednostavna za korištenje.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Hard Cheese

Κατηγορία: Food   7 23 Όροι

French origin terms in English

Κατηγορία: Languages   1 2 Όροι