Home > Όροι > Croatian (HR) > proleterijat

proleterijat

Karl Marx's term for the working class in a capitalist society.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Sociology
  • Category: General sociology
  • Company: McGraw-Hill
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

brankaaa
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 11

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables Category: Fruits

krastavac

Dugačak, zeleni član porodice tikvi u obliku cilindra sa jestivim sjemenkama okruženim blagim i svježim mesom. Koristi se za izradu kiselih krastavaca ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Best Writers

Κατηγορία: Λογοτεχνία   1 2 Όροι

WordPress

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 20 Όροι