Home > Όροι > Croatian (HR) > krastavac

krastavac

Dugačak, zeleni član porodice tikvi u obliku cilindra sa jestivim sjemenkama okruženim blagim i svježim mesom. Koristi se za izradu kiselih krastavaca i obično se jede sirov. Krastavci se uzgajaju već tisućama godina.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables
  • Category: Fruits
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marija Horvat
  • 0

    Όροι

  • 21

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Seafood Category: General seafood

losos

Mesnata riba s čvrstim, ukusnim mesom. Ima visok sadržaj proteina i izvrstan je izvor Omega-3 masnih kiselina. Često se može naći na meniju svježih ...

Συμβάλλων

Edited by

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Medicine

Κατηγορία: Health   1 20 Όροι

Common Birth Defects

Κατηγορία: Επιστήμη   1 5 Όροι