Home > Όροι > Croatian (HR) > spol

spol

The male or female division, of a species, to which a patient associates himself with.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

lea2012
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category: Grains

rigatoni

Široka rebrasta tjestenina koja se reže na segmente oko 2 do 3 cm u duljinu.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

FORMULA 1

Κατηγορία: Μόδα   2 1 Όροι

Exotic buildings in China

Κατηγορία: Arts   1 4 Όροι