Home > Όροι > Croatian (HR) > spol

spol

The male or female division, of a species, to which a patient associates himself with.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Armana
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 11

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Electrical equipment Category: Electricity

električne opasnosti

A dangerous condition such that contact or equipment failure can result in electric shock, arc flash burn, thermal burn, or blast.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Alternative Medicine

Κατηγορία: Other   2 19 Όροι

The Most Bizzare New Animals

Κατηγορία: Animals   3 14 Όροι