Home > Όροι > Armenian (HY) > գործակից

գործակից

1. A number or symbol multiplied by a variable. 2. In a regression analysis, the estimated numerical association between one variable and another, usually taken to represent the sign and size of the causal effect of one on the other.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Tatevik Gyulamiryan
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching

բանավոր հմտություններ

skills or abilities in oral speech, ability of speech, fluency in speaking

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Test TermCoord

Κατηγορία: Κουλτούρα   1 1 Όροι

My Whiskies

Κατηγορία: Food   1 3 Όροι