Home > Όροι > Armenian (HY) > բաշխում
բաշխում
1. The productive activity of getting produced goods from the factory into the hands of consumers. 2. The amounts of income or wealth in the hands of different portions of a population.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Economy
- Category: International economics
- Company: University of Michigan
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Μόδα Category: Μάρκες & ετικέτες
Վիկտորիաս Սիքրեթ
A US retailer of premium quality women's fashion wear, lingerie and beauty products. Victoria's Secret is known for its annual fashion runway show, ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Zoological terms(611)
- Animal verbs(25)
Zoology(636) Terms
- Prevention & protection(6450)
- Fire fighting(286)
Fire safety(6736) Terms
- Cheese(628)
- Butter(185)
- Ice cream(118)
- Yoghurt(45)
- Milk(26)
- Cream products(11)
Dairy products(1013) Terms
- Δημοσιογραφία(537)
- Τύπος(79)
- Δημοσιογραφία έρευνας(44)
Ειδήσεις(660) Terms
- Ρολόι(712)
- Ημερολόγιο(26)