Home > Όροι > Armenian (HY) > պարտավորություն

պարտավորություն

An amount that is owed, in contrast to an asset. A liability may result from borrowing, from obligation to pay for a product or service received, etc.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Tatevik Gyulamiryan
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching

բանավոր հմտություններ

skills or abilities in oral speech, ability of speech, fluency in speaking

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Computer Network

Κατηγορία: Τεχνολογία   2 18 Όροι

Greek Mythology

Κατηγορία: Ιστορία   1 20 Όροι