Home > Όροι > Armenian (HY) > միանվագ գումար

միանվագ գումար

A price for a group of goods or services where there is no breakdown of price for the various items

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Λογιστική
  • Category: Tax
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Mel
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τραπεζική Category:

Բանկոմատ

համակարգված հեռահաղորդակցության հարք,որը ապահովում է ֆինանսական հաստատության հաճախորդների մուտքը ֆինանսական գործարքներ հասարակական վայրում,առաց ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Sleep disorders

Κατηγορία: Health   3 20 Όροι

Serbian Saints

Κατηγορία: Θρησκεία   1 20 Όροι