Home > Όροι > Armenian (HY) > եկամուտ

եկամուտ

1. The amount of money (nominal or real) received by a person, household, or other economic unit per unit time in return for services provided or goods sold. 2. National income. 3. The return earned on an asset per unit time.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Tatevik Gyulamiryan
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching

բանավոր հմտություններ

skills or abilities in oral speech, ability of speech, fluency in speaking

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Medical Terminology

Κατηγορία: Health   1 15 Όροι

The art economy

Κατηγορία: Arts   1 7 Όροι