Home > Όροι > Armenian (HY) > եկամուտ
եկամուտ
1. The amount of money (nominal or real) received by a person, household, or other economic unit per unit time in return for services provided or goods sold. 2. National income. 3. The return earned on an asset per unit time.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Economy
- Category: International economics
- Company: University of Michigan
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching
բանավոր հմտություններ
skills or abilities in oral speech, ability of speech, fluency in speaking
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- General architecture(562)
- Bridges(147)
- Castles(114)
- Landscape design(94)
- Architecture contemporaine(73)
- Skyscrapers(32)
Architecture(1050) Terms
- Electricity(962)
- Gas(53)
- Sewage(2)
Utilities(1017) Terms
- American culture(1308)
- Λαϊκή Κουλτούρα(211)
- Γενική κουλτούρα(150)
- Ανθρωποι(80)
Κουλτούρα(1749) Terms
- Φυσικό αέριο(4949)
- Άνθρακας(2541)
- Πετρέλαιο(2335)
- Αποτελεσματικότητα ενέργειας(1411)
- Ατομική ενέργεια(565)
- Αγορά ενέργειας(526)
Ενέργεια(14403) Terms
- Υλικό φυσικών επιστημών(1710)
- Μεταλλουργία(891)
- Τεχνολογία διάβρωσης(646)
- Μαγνητική(82)
- Τεστ απόδοσης(1)