Home > Όροι > Armenian (HY) > մոնոպոլիա
մոնոպոլիա
A market structure in which there is a single seller.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Economy
- Category: International economics
- Company: University of Michigan
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
15 Hottest New Cars For 2014
Κατηγορία: Autos 1 5 Όροι
Browers Terms By Category
- General art history(577)
- Visual arts(575)
- Renaissance(22)
Art history(1174) Terms
- Zoological terms(611)
- Animal verbs(25)
Zoology(636) Terms
- Chocolate(453)
- Hard candy(22)
- Gum(14)
- Gummies(9)
- Lollies(8)
- Caramels(6)
Γλυκά και Ζαχαροπλαστική(525) Terms
- Γενική νομική(5868)
- Courts(823)
- Ευρεσιτεχνίες & εμπορικά σήματα(449)
- DNA forensics(434)
- Family law(220)
- Legal aid (criminal)(82)
Legal services(8095) Terms
- ISO standards(4935)
- Six Sigma(581)
- Capability maturity model integration(216)