Home > Όροι > Kazakh (KK) > қызметтік жарақат
қызметтік жарақат
Any injury such as a cut, fracture, sprain, amputation, etc. , which results from a work-related event or from a single instantaneous exposure in the work environment.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Labor
- Category: Labor statistics
- Company: U.S. DOL
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Γεωγραφία Category: Χώρες & Κράτη
Афон тауы
Greek mountain and pilgrimage site, known as the birthplace of early Christian Orthodox monasticism, housing around 20 Eastern Orthodox monasteries. ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Κοσμήματα(850)
- Style, cut & fit(291)
- Μάρκες & ετικέτες(85)
- Γενική μόδα(45)
Μόδα(1271) Terms
- Bridge(5007)
- Plumbing(1082)
- Carpentry(559)
- Architecture(556)
- Flooring(503)
- Home remodeling(421)
Construction(10757) Terms
- Body language(129)
- Corporate communications(66)
- Oral communication(29)
- Technical writing(13)
- Postal communication(8)
- Written communication(6)
Communication(251) Terms
- Βιομηχανική αυτοματοποίησης(1051)
Αυτόματες συσκευές(1051) Terms
- Παγκόσμια ιστορία(1480)
- Israeli history(1427)
- Ιστορία της Αμερικής(1149)
- Medieval(467)
- Nazi Germany(442)
- Egyptian history(242)