Home > Όροι > Kazakh (KK) > тұрақты доға
тұрақты доға
An electrical discharge that lasts much longer than the usual capacitance-discharging arc (on the order of 1 millisecond or longer).
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Electrical equipment
- Category: Power supplies
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
The Strokes
American rock band formed in 1998 in New York City, including Julian Casablancas, Nick Valensi, Albert Hammond, Jr., Nikolai Fraiture and Fabrizio ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Marouane937
0
Όροι
58
Γλωσσάρια
3
Οπαδοί
10 Of The Most Expensive Hotel Room In The World
Κατηγορία: Ψυχαγωγία 1 10 Όροι
Browers Terms By Category
- Δορυφόροι(455)
- Διαστημόπλοια(332)
- Συστήματα ελέγχου(178)
- Space shuttle(72)
Αεροπορία(1037) Terms
- Αλγόριθμοι & δομές(1125)
- Κρυπτογράφηση(11)
Υπολογιστές(1136) Terms
- Ballroom(285)
- Belly dance(108)
- Cheerleading(101)
- Choreography(79)
- Historical dance(53)
- African-American(50)