Home > Όροι > Kazakh (KK) > өздігінен жалғанған
өздігінен жалғанған
A word composed by conjugation of the pronoun self and other word (verb, noun or adjective); such composite word implies self-sufficiency, self-activity, self-potency оr other self-referencial quality.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Γλώσσα
- Category: Terminology
- Company: Journal Enzymes ISSN 1867-3317
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Флойд Мейвезер
Born Floyd Sinclair on February 24, 1977, an American professional boxer. He is a five-division world champion, where he won nine world titles in five ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
vhanedelgado
0
Όροι
15
Γλωσσάρια
7
Οπαδοί
Idioms Only Brits Understand
Κατηγορία: Κουλτούρα 1 6 Όροι
Browers Terms By Category
- Cardboard boxes(1)
- Wrapping paper(1)
Paper packaging(2) Terms
- Δορυφόροι(455)
- Διαστημόπλοια(332)
- Συστήματα ελέγχου(178)
- Space shuttle(72)
Αεροπορία(1037) Terms
- Rice science(2869)
- Genetic engineering(2618)
- General agriculture(2596)
- Agricultural programs & laws(1482)
- Animal feed(538)
- Dairy science(179)
Agriculture(10727) Terms
- Εντομοκτόνα(2181)
- Οργανικά λιπάσματα(10)
- Λιπάσματα ποτάσας(8)
- Ζιζανιοκτόνα(5)
- Μυκητοκτόνα(1)
- Insecticides(1)
Γεωργικές χημικές ουσίες(2207) Terms
- Γενική νομική(5868)
- Courts(823)
- Ευρεσιτεχνίες & εμπορικά σήματα(449)
- DNA forensics(434)
- Family law(220)
- Legal aid (criminal)(82)