Home > Όροι > Macedonian (MK) > конколорно

конколорно

Се еднаква боја; на лисја, имаат двете површини со иста боја.

0
  • Μέρος του λόγου: adjective
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Plants
  • Category: Botany
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Dragana Todorovska
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Plants Category: Flowers

цвет

Collection of reproductive structures found in flowering plants.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Pharmacology

Κατηγορία: Health   1 1 Όροι

Most Popular Cartoons

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 8 Όροι