Home > Όροι > Macedonian (MK) > лодикула

лодикула

Еден од еден пар на ситни лушпи во трева цветче, меѓу Лема и плодна делови на цветот, што може да се намали perianth сегменти.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Plants
  • Category: Botany
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

ane.red
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Water bodies Category: Lakes

езеро Њаса

An African Great Lake and the southernmost lake in the Great Rift Valley system of East Africa. This lake,('''the third largest in Africa and the ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Fashion Retailing

Κατηγορία: Μόδα   4 19 Όροι

Advertising terms and words

Κατηγορία: Business   1 1 Όροι