Home > Όροι > Macedonian (MK) > неизвршување

неизвршување

The failure of a debtor to comply with a provision of a bond indenture or loan agreement (commonly known as a technical default) or to make timely payment of interest or principal when due

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Λογιστική
  • Category: Tax
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

alex sk
  • 0

    Όροι

  • 3

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Θρησκεία Category: Χριστιανισμός

Света Петка е месност и црква на приближно 7 километри од Галичник. Секој 19-ти Август (Преображение Христово) се оди на мала прошетка и ручек бо ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Tesla Model S

Κατηγορία: Τεχνολογία   2 5 Όροι

Basics of CSS

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 8 Όροι