Home > Όροι > Macedonian (MK) > воведување

воведување

the bringing of a product, measure, concept, etc., into use or operation for the first time

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Λογιστική
  • Category: Tax
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

alex sk
  • 0

    Όροι

  • 3

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Tourism & hospitality Category: Tourist attractions

Меденица

Највисок врв на планината Бистра, со висина од 2163 метри. Познат по изобилие на планински чај, кој најчесто се наоѓа на висорамнината под самиот ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

4G LTE network architecture

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 60 Όροι

English Grammar Terms

Κατηγορία: Languages   1 17 Όροι