Home > Όροι > Macedonian (MK) > дискриминација
дискриминација
Policies and practices that harm a group and its members.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Anthropology
- Category: Cultural anthropology
- Company: University of Michigan
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
аортална валвула
The aortic valve is the heart's main doorway between the left ventricle and the aorta. The aortic valve can be affected by a range of problems that ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Lumber(635)
- Concrete(329)
- Stone(231)
- Wood flooring(155)
- Tiles(153)
- Bricks(40)
Building materials(1584) Terms
- Prevention & protection(6450)
- Fire fighting(286)
Fire safety(6736) Terms
- Ceramics(605)
- Fine art(254)
- Sculpture(239)
- Σύγχρονη τέχνη(176)
- Oil painting(114)
- Beadwork(40)
Πολεμικές τέχνες(1468) Terms
- Legal documentation(5)
- Technical publications(1)
- Marketing documentation(1)
Documentation(7) Terms
- Όροι Nightclub(32)
- Ορολογία Μπαρ(31)