Home > Όροι > Macedonian (MK) > двојно

двојно

Adding an extra shot of espresso to a drink that ordinarily only comes with one shot.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Ποτά
  • Category: Coffee
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

zocipro
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 18

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Animals Category: Snakes

Кобра

Високо отровна змија од семејството елапидај родено во Азија и Африка. Кога се вознемирени, кобрата ја крева главата и ја проширува кожата на вратот ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Super Bowl XLIX

Κατηγορία: Σπορ   3 6 Όροι

Top Ten Coolest Concept Cars

Κατηγορία: Other   2 10 Όροι