Home > Όροι > Macedonian (MK) > ендокард
ендокард
The inner layer of heart tissue that lines the chambers.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Σπορ Category: Basketball
"Мртва" топка
(кошаркарски термин) секоја топка која не е "жива"; претставува секогаш после постигнат кош или слободни фрлања, после секој судиски свиреж ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Φυσικό αέριο(4949)
- Άνθρακας(2541)
- Πετρέλαιο(2335)
- Αποτελεσματικότητα ενέργειας(1411)
- Ατομική ενέργεια(565)
- Αγορά ενέργειας(526)
Ενέργεια(14403) Terms
- Electricity(962)
- Gas(53)
- Sewage(2)
Utilities(1017) Terms
- Film titles(41)
- Film studies(26)
- Filmmaking(17)
- Film types(13)
Cinema(97) Terms
- Meteorology(9063)
- General weather(899)
- Atmospheric chemistry(558)
- Wind(46)
- Clouds(40)
- Storms(37)