Home > Όροι > Macedonian (MK) > престап

престап

A serious criminal offense; specifically one punishable by death or by incarceration in a prison facility for a year or more.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

zocipro
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 18

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Θρησκεία Category: Καθολική εκκλησία

Синодот

Средба на епископите на црковните провинција или патријаршија (или дури и од целиот свет, Е. Г., Синодот на Епископите) да се разговара за научни и ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Wind energy company of China

Κατηγορία: Business   1 6 Όροι

longest English words

Κατηγορία: Other   1 6 Όροι