Home > Όροι > Macedonian (MK) > престап
престап
A serious criminal offense; specifically one punishable by death or by incarceration in a prison facility for a year or more.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Sociology
- Category: Criminology
- Company: Pearson Prentice Hall
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Θρησκεία Category: Καθολική εκκλησία
Синодот
Средба на епископите на црковните провинција или патријаршија (или дури и од целиот свет, Е. Г., Синодот на Епископите) да се разговара за научни и ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Railroad(457)
- Train parts(12)
- Trains(2)
Railways(471) Terms
- ISO standards(4935)
- Six Sigma(581)
- Capability maturity model integration(216)
Quality management(5732) Terms
- Βιομηχανική αυτοματοποίησης(1051)
Αυτόματες συσκευές(1051) Terms
- Γενική νομική(5868)
- Courts(823)
- Ευρεσιτεχνίες & εμπορικά σήματα(449)
- DNA forensics(434)
- Family law(220)
- Legal aid (criminal)(82)
Legal services(8095) Terms
- Hand tools(59)
- Garden tools(45)
- General tools(10)
- Construction tools(2)
- Paint brush(1)