Home > Όροι > Macedonian (MK) > мандат

мандат

One who holds public office that normally carry some type of electoral advantage.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Government
  • Category: U.S. Constitution
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

alex sk
  • 0

    Όροι

  • 3

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Travel Category: Travel sites

Говедарник

Говедерник е име на врв, бачило и карстно поле, кое се наоѓа токму над селото Галичник. Бачилото е едно од ретките кои се сеуште активни. Врвот е ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Dangerous Dog Breeds

Κατηγορία: Animals   4 4 Όροι

Nikon Digital SLR's Camera

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 22 Όροι