Home > Όροι > Macedonian (MK) > бирократија

бирократија

A way of describing dissatisfaction with the workings of a bureaucracy in terms of inefficiency, mismanagement, and frustration.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Government
  • Category: U.S. Constitution
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

alex sk
  • 0

    Όροι

  • 3

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Θρησκεία Category: Χριστιανισμός

Света Петка е месност и црква на приближно 7 километри од Галичник. Секој 19-ти Август (Преображение Христово) се оди на мала прошетка и ручек бо ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The Sinharaja Rain Forest

Κατηγορία: Travel   1 20 Όροι

Christianity

Κατηγορία: Θρησκεία   1 21 Όροι