Home > Όροι > Macedonian (MK) > латекс

латекс

A milky fluid found in certain cells of some families of seed plants. Latex is the raw material from which rubber is made.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Textiles
  • Category: Manufactured fibers
  • Company: Celanese
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Jasmin
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 20

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Weddings Category: Wedding services

студена венчавка

Вид на венчавка кај која церемонијата се спроведува на многу ниски температури. За студените венчавки обично се смета дека ја симболизираат ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Traducción automática y asistida por ordenador

Κατηγορία: Languages   1 12 Όροι

Top 10 Bottled Waters

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 10 Όροι