Home > Όροι > Macedonian (MK) > векна

векна

A quantity of bread; the measure word for bread.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary: CANDY-CAKE-BREAD
  • Κλάδος/Τομέας: Ψητά
  • Category: Ψωμί
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

alex sk
  • 0

    Όροι

  • 3

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Travel Category: Travel sites

Говедарник

Говедерник е име на врв, бачило и карстно поле, кое се наоѓа токму над селото Галичник. Бачилото е едно од ретките кои се сеуште активни. Врвот е ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Dermatology

Κατηγορία: Health   2 21 Όροι

Coffee beans

Κατηγορία: Food   1 6 Όροι