Home > Όροι > Macedonian (MK) > неинвазивни
неинвазивни
Medical instruments or procedures that do not require cutting the skin..
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Daniel
0
Όροι
7
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
sophisticated terms of economic theory
Κατηγορία: Business 2 20 Όροι
Browers Terms By Category
- Health insurance(1657)
- Medicare & Medicaid(969)
- Life insurance(359)
- General insurance(50)
- Commercial insurance(4)
- Travel insurance(1)
Insurance(3040) Terms
- Βιομηχανική αυτοματοποίησης(1051)
Αυτόματες συσκευές(1051) Terms
- Chocolate(453)
- Hard candy(22)
- Gum(14)
- Gummies(9)
- Lollies(8)
- Caramels(6)
Γλυκά και Ζαχαροπλαστική(525) Terms
- General art history(577)
- Visual arts(575)
- Renaissance(22)
Art history(1174) Terms
- Φυσικό αέριο(4949)
- Άνθρακας(2541)
- Πετρέλαιο(2335)
- Αποτελεσματικότητα ενέργειας(1411)
- Ατομική ενέργεια(565)
- Αγορά ενέργειας(526)