Home > Όροι > Macedonian (MK) > полимер

полимер

A high molecular weight, chain-like structure from which manufactured fibers are derived; produced by linking together molecular units called monomers.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Textiles
  • Category: Manufactured fibers
  • Company: Celanese
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

zocipro
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 18

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: National holidays

Канада Ден

Канада ден го слави на Сојузот на трите британски колонии (Нова Шкотска, Њу Бранзвик, и провинција на Канада) во она што е денешна Канада. Британскиот ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Parkinson’s Disease

Κατηγορία: Health   1 20 Όροι

JK. Rowling

Κατηγορία: Λογοτεχνία   2 8 Όροι