Home > Όροι > Macedonian (MK) > призма

призма

The surface of a cylindric solid whose base is a polygon; see right prism, parallelpiped, box.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Mathematics
  • Category: Geometry
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Hristina Acovska
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ανθρωποι Category: Αθλητές

Хавиер Пасторе

Хавиер Матиас Пасторе е аргентински фудбалер кој игра за клуб од Лига 1 Пари Сен Жермен и фудбалската репрезентација на Аргентина како играч од ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The history of coffee

Κατηγορία: Ιστορία   2 5 Όροι

Futures

Κατηγορία: Business   1 20 Όροι