Home > Όροι > Macedonian (MK) > видови

видови

Еден или повеќе животни кои тесно потсетуваат еден на друг. Една група од нив заедно го формира родот.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Animals
  • Category: Reptiles
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Mirjana Karanfiloska
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Festivals Category: Easter

Велигден

An annual Christian festival in commemoration of the resurrection of Jesus Christ, observed on the first Sunday after the first full moon after the ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Western Otaku Terminology

Κατηγορία: Τεχνολογία   2 20 Όροι

User Experience

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 1 Όροι