Home > Όροι > Macedonian (MK) > невработеност

невработеност

being without a job

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Hristina Acovska
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Anatomy Category:

акнестис

Делот од телото, кои не може да го досегнете(да го почешате), обично просторот помеѓу плешките.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Astrill

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 2 Όροι

The first jorney of human into space

Κατηγορία: Ιστορία   1 6 Όροι