Home > Όροι > Macedonian (MK) > работа

работа

An activity that produces something of economic value.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Sociology
  • Category: General sociology
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Jasmin
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 20

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching

производ на учење

End result of a process of learning; what one has learned.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The Ice Bucket Challenge

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 17 Όροι

Most Widely Spoken Languages in the World 2014

Κατηγορία: Languages   2 10 Όροι