Home > Όροι > Macedonian (MK) > работа
работа
An activity that produces something of economic value.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Sociology
- Category: General sociology
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching
производ на учење
End result of a process of learning; what one has learned.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Sanket0510
0
Όροι
22
Γλωσσάρια
25
Οπαδοί
Most Widely Spoken Languages in the World 2014
Κατηγορία: Languages 2 10 Όροι
Browers Terms By Category
- Επενδύσεις σε Τράπεζες(1768)
- Personal banking(1136)
- General banking(390)
- Mergers & acquisitions(316)
- Mortgage(171)
- Initial public offering(137)
Τραπεζική(4013) Terms
- Καλλυντικά(80)
Καλλυντικά & φροντίδα του δέρματος(80) Terms
- Rice science(2869)
- Genetic engineering(2618)
- General agriculture(2596)
- Agricultural programs & laws(1482)
- Animal feed(538)
- Dairy science(179)
Agriculture(10727) Terms
- Legal documentation(5)
- Technical publications(1)
- Marketing documentation(1)